- άγγρη
- η (Μ ἀγγρίς)νεοελλ.1. λύπη που προκαλείται από ανεκπλήρωτη επιθυμία2. συνεχές και άτονο κλάμα μικρού παιδιού, γκρίνια3. φιλονικία, καβγάςμσν.οδύνη, πόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀγγρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.